- συζήτημα
- το обл спор, диспут, дебаты;
να πάψει το συζήτημα — прекратим спор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
να πάψει το συζήτημα — прекратим спор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συζήτημα — το, ΝΜ [συζητῶ] ζωηρός διάλογος, αντιλογία … Dictionary of Greek